- αδήωτος
- -η, -ο (Α ἀδῄωτος, -ον) [δῃῶ]αυτός που δεν λεηλατήθηκε, που δεν ερημώθηκε από εχθρούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδῄωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῄωτον — ἀδῄωτος masc/fem acc sg ἀδῄωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήωτον — ἀδήωτος not ravaged masc/fem acc sg ἀδήωτος not ravaged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῃώτους — ἀδῄωτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῄωτα — ἀδῄωτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδῄωτοι — ἀδῄωτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδήωτοι — ἀδήωτος not ravaged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)